μάντος

μάντος
ο (Μ μάντος)
σχοινί με το οποίο συνδέονται η κεραία και τα πανιά τού καραβιού
νεοελλ.
1. το πολύσπαστο, κν. παλάγκο
2. φρ. «μάντος τού πεσκαδούρου» — το σύσπαστο τού μασχαλιστήρα, το οποίο χρησιμεύει για τον χειρισμό τής άγκυρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλ. ιταλ. manto].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μάντα — Ελασματοβράγχιο ψάρι της οικογένειας των μοβουλιδών της τάξης των σελαχιομόρφων, της οποίας είναι και ο μεγαλύτερος αντιπρόσωπος. Η επιστημονική ονομασία του είναι Μanta birostris. Η μ. του Ατλαντικού ωκεανού έχει πολύ πεπλατυσμένο σώμα το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • μαντοπόδαρο — το ναυτ. σύσκευο αποτελούμενο από ισχυρό σχοινί ή σύρμα δεμένο στον λαιμό ιστού ή στο άκρο κεραίας, στην άκρη τού οποίου κρεμιέται τρόχιλος ή δακτύλιος και το οποίο χρησιμεύει για την άρση βαριών αντικειμένων, αλλ. κρεμαστήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • Adamantin — Adamanti̱n [zu gr. ἀδαμας, Gen.: ἀδαμαντος = Stahl] s; s: = Enamelum …   Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke

  • adamantinus — adamanti̱nus, ...na, ...num [zu gr. ἀδαμας, Gen.: ἀδαμαντος = Stahl]: stahlhart; z. B. in der Fügung: Substantia adamantina (ältere Bez. für ↑Enamelum); zum Zahnschmelz gehörend …   Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke

  • Adamantoblast — Adamanto|blạst [gr. ἀδαμας, Gen.: ἀδαμαντος = Stahl und ↑...blast] m; en, en (meist Mehrz.): längliche, sechseckige Zellen, die den Zahnschmelz bilden …   Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke

  • ἀκύμαντος — ἀκύ̱μαντος , ἀκύμαντος not washed by waves masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱμάντος — ἱ̱μάντος , ἱμάς leathern strap masc gen sg ἱμάς leathern strap masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”